- ρημαγμένος
- η , ο опустошённый; разорённый; разрушен ный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανέρημος — και πανέρμος, η, ο / πανέρημος, ον, ΝΑ (ιδίως για χώρες, πόλεις ή σπίτια) εντελώς έρημος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένος νεοελλ. 1. (σε ποιητ. χρήση) (για τη θάλασσα) εντελώς έρημος από πλοία 2. (για πρόσ.) εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος.… … Dictionary of Greek
σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ρημάζω — ρημάζω, ρήμαξα, ρημαγμένος βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: ρημάζω : η παθητική φωνή (ρημάζομαι, βλ. πίν. 24 ) είναι σπάνια. Το ρημάζω σημαίνει και → καταστρέφω και → καταστρέφομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πανέρ(η)μος — η, ο 1. (για πρόσωπα), ο ολότελα μοναχός: Παιδιά δεν είχε, πέθανε και η γυναίκα του, έμεινε πανέρημος. 2. (για τόπους), ο χωρίς ανθρώπους, ζωή, κίνηση, ο ολότελα ρημαγμένος τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)